Μόνο
ένας ανόητος θα μπορούσε να διατυπώσει απόλυτες προβλέψεις για το
μέλλον. Πόσοι άλλωστε, είχαν προβλέψει στην αρχή του 1913 τον Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο; Πόσο μάλλον ότι θα υπήρχαν δύο τόσο καταστροφικοί
πόλεμοι που λίγο έλειψε να αποτελειώσουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό; Το
μόνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να εξετάσει τις τάσεις που είναι ήδη εμφανείς και τις συνέπειές τους.
Αξίζει να ξεκινήσουμε με τον Γερμανό συγγραφέα Όσβαλντ Σπένγκλερ, ο οποίος την περίοδο 1918 – 1923 δημοσίευσε ένα βιβλίο που τότε είχε θορυβήσει: «Η Πτώση της Δύσης». Το βιβλίο δεν ήταν λάθος… απλώς πρόωρο.
Οπως και άλλοι που είχαν τις ίδιες εκτιμήσεις, ο Σπένγκλερ δεν μπόρεσε
να δει ότι η πτώση αυτή μπορούσε να είναι συμβατή με το υψηλό και
διαρκώς αυξανόμενο βιοτικό επίπεδο στη Δύση.
Πράγματι, αυτό που πρέπει να αναλυθεί δεν είναι η επικείμενη πτώση της Δύσης, αλλά η προσωρινή της υπεροχή.
Με τον παγκόσμιο πληθυσμό να πλησιάζει τα 7 δισ., οι ΗΠΑ και η δυτική
Ευρώπη συνδυαστικά αντιστοιχούν σε μόλις 770 εκατ. ανθρώπους. Το κατά
κεφαλήν τους ΑΕΠ – που είναι το καλύτερο κριτήριο για το βιοτικό επίπεδο
– είναι τριπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου. Τέτοιες διαφορές δύσκολα
μπορούν να διατηρηθούν σε έναν πλανήτη όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο.
Το 1500, μετά τις ανακαλύψεις του
Χριστόφορου Κολόμβου, Κίνα και Ινδία εκτιμάται ότι είχαν συνολικό ΑΕΠ
πολύ υψηλότερο από εκείνο της δυτικής Ευρώπης, ενώ το κατά κεφαλήν τους
ΑΕΠ ήταν οριακά χαμηλότερο. Ακόμη παλαιότερα, περίπου το 1000 μ.Χ., το
βιοτικό επίπεδο ήταν σχεδόν ισάξιο σε όλο τον κόσμο –
σε χαμηλά επίπεδα –, αν και οι εκτιμήσεις δίνουν κάποιο προβάδισμα στην
Κίνα. Ήδη έχει ξεκινήσει η αναστροφή προς αυτή την προγενέστερη
κατάσταση.
Οι αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες χώρες
πλέον αντιστοιχούν – και αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στη σύγχρονη
ιστορία – στο ήμισυ της παγκόσμιας παραγωγής. Οι ιστορικοί έχουν
διατυπώσει πληθώρα εξηγήσεων για την προσωρινή κυριαρχία της Δύσης: η θρησκεία που δίνει μεγαλύτερη σημασία στις ενέργειες και τις πράξεις των ατόμων κατά τη διάρκεια αυτής της ζωής, το πολιτιστικό κλίμα που ευνοεί την επιστημονική σκέψη, το δικαίωμα ιδιοκτησίας που προστατεύει την εξαγορά πλούτου, τα λιγότερο απολυταρχικά καθεστώτα…
Ο κατάλογος είναι ατελείωτος ενώ αδιαμφισβήτητα όλοι αυτοί οι παράγοντες έπαιξαν κάποιο ρόλο.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Γεώργιος ο ΙΙΙ της Αγγλίας έστειλε εμπορική αντιπροσωπεία στην Κίνα.
Η απάντηση του Κινέζου αυτοκράτορα ήταν αρνητική, καθώς διακήρυξε ότι η
χώρα του έχει όλα όσα χρειάζεται και πως δεν έχει ανάγκη τα δυτικά
μπιχλιμπίδια.
Τέτοιου τύπου συμπεριφορές όμως, δεν
έχουν διάρκεια, δεδομένης και της αποδεδειγμένης διαρκούς ηγεμονίας της
Δύσης. Όσα ξεκινούν από τη Δύση γίνονται παράδειγμα προς μίμηση στον υπόλοιπο κόσμο.
Στο «Global Turning Points», οι Mauro F.
Guillén και Emilio Ontiveros με αποφασιστικότητα απορρίπτουν όλες τις
προφητείες που φέρουν την Κίνα να κυριαρχεί το υπόλοιπο του 21ου αιώνα.
Μπορεί να έχει ή να μην έχει το υψηλότερο ΑΕΠ στον κόσμο, αλλά και πάλι
θα πρόκειται απλώς για ένα μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ σε έναν πολυπολικό πλανήτη.
Υπάρχουν πολλά ακόμη κέντρα όπου αναπτύσσεται οικονομική ισχύς. Εκτός από τις γνωστές BRICs – Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα- υπάρχουν τώρα και οι MINTs – Μεξικό, Ινδονησία, Νιγηρία και Τουρκία.
Η πρόδηλη υπεροχή της Κίνας
είναι σε μεγάλο βαθμό πληθυσμιακό θέμα. Σε όρους βιοτικού επιπέδου η
χώρα έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι στο
ένα τρίτο της δυτικής Ευρώπης και στο ένα τέταρτο των ΗΠΑ. Όπως
αναφέρουν και οι Guillén και Ontiveros, είναι πολύ πιθανό κατά τη
διάρκεια του 21ου αιώνα, η Ινδία να είναι η μεγαλύτερη χώρα σε
πληθυσμιακούς όρους, η Κίνα από πλευράς συνολικού ΑΕΠ και οι ΗΠΑ από
πλευράς κατά κεφαλήν εισοδήματος. Χρειάζεται πολύς χρόνος για να
καλυφθεί το χαμένο έδαφος.
Αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση
δεν είναι τόσο ότι καλύπτεται το χαμένο έδαφος, όσο η κατεύθυνση που
ακολουθούν οι ροές κεφαλαίων. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του προηγούμενο
αιώνα η βασική ανησυχία ήταν πως θα συγκεντρωθούν κεφάλαια και δυτική
στήριξη για αυτό που τότε όλοι αποκαλούσαν «Τρίτο Κόσμο».
Ουδείς είχε προβλέψει ότι το πρόβλημα θα
αντιστραφεί και πως οι αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες θα
έχουν πλεονασματικές αποταμιεύσεις στις οποίες στηρίζεται τώρα ο
παλαιότερος βιομηχανικός κόσμος για να χρηματοδοτήσει ελλείμματα στους
προϋπολογισμούς και τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών.
Αυτή η δυτική εξάρτηση από τον υπόλοιπο
κόσμο θα μειωθεί – αν και δεν θα εκμηδενιστεί – εάν οι κυβερνήσεις της
Δύσης δουν διαφορετικά το θέμα του απευθείας δανεισμού τους από τις κεντρικές τους τράπεζες.
Πολλοί σχολιαστές θεωρούν ότι η ανατροπή και η εκροή κεφαλαίων από τις αναπτυσσόμενες χώρες είναι αφύσικη – ουσιαστικά εννοούν ανήθικη.
Είναι σαφές ότι υπάρχουν συγκεκριμένα επιχειρήματα όπως η κρατική
διαχείριση της κινεζικής οικονομίας και τα μεγάλα πλεονάσματα των
παραγωγών πετρελαίου. Οι παράγοντες αυτοί όμως, δεν εκτιμάται ότι θα
ανατραπούν σύντομα και καλό θα ήταν να μάθουμε να ζούμε με τη νέα
κατεύθυνση στη ροή των κεφαλαίων.
Το ενδιαφέρον ερώτημα είναι τι θα
επιλέξουν να πράξουν οι αναπτυσσόμενες χώρες με τα πλεονάσματα που
συγκεντρώνουν. Υπάρχουν ήδη αρκετές ενδείξεις ότι προβληματίζονται από
όλες αυτές τις τοποθετήσεις σε δολάρια και άλλα δυτικά νομίσματα που
έχουν χαμηλές, αν όχι αρνητικές, πραγματικές αποδόσεις.
Το επόμενο στάδιο είναι επενδύσεις χαρτοφυλακίου,
αλλά και άμεσες επενδύσεις, σε περιοχές όπως η Αφρική, αλλά επίσης οι
ΗΠΑ και η Ευρώπη. Προς το παρόν, μπορούν να είναι σίγουρες ότι θα τις
καλωσορίσουν. Τι θα γίνει όμως, όταν το μερίδιό τους αυξηθεί σημαντικά;
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξουν εντάσεις.
Άπειρες λέξεις έχουν γραφτεί για την πτώση της πραγματικής ισχύος των
δυτικών κυβερνήσεων. Ακόμη περισσότερες θα πρέπει να γραφτούν καθώς
πλέον είναι υπεύθυνες για ακόμη μικρότερο μέρος των δικών τους
οικονομιών. Εκείνος που θα πληγεί περισσότερο πιθανότατα δεν θα είναι ο
απλός πολίτης, αλλά η μέχρι τώρα κυβερνητική και επιχειρηματική τάξη.
ΠΗΓΗ: FT.com – Samuel Brittan